Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

το παλιό μου παλτό το χαρίζω σε σένα..


Αυτό που μου αγόρασες ένα απόγευμα από μια πανάκριβη boutique σ ‘ενα επαγγελματικό ταξίδι μας στο εξωτερικό. Το φορούσα και καμάρωνα γιατί ήταν το δικό σου δώρο. Το φορούσα ακόμα και μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού μας.. «Δε ζεσταίνεσαι, βγάλ΄το επιτέλους, θα σκάσεις!» είπες γεμάτος απορία. «Κρυώνω, κρυώνω πολύ, κλείσε το air condition” σου απάντησα με το κεφάλι κατεβασμένο και τα χέρια τυλιγμένα γύρω απ’ το κορμί μου. Εμεινες να με κοιτάς. Ηταν καλοκαίρι και η ζέστη αφόρητη. «Μήπως είσαι άρρωστη, να φωνάξω το γιατρό του ξενοδοχείου?». «Να μη φωνάξεις κανέναν. Να ‘ρθεις να κάτσεις εδώ, δίπλα μου να κουβεντιάσουμε λίγο». «Δεν προλαβαίνω τώρα, με περιμένουν για δουλειά». Πριν να τελειώσεις τη φράση η πόρτα είχε ήδη κλείσει πίσω σου.

Τα χέρια ακούνητα, αγκάλιαζαν ένα καινούργιο παλτό και μια απέραντη μοναξιά. Πως να χωρέσει τόση μοναξιά σε δυό μέτρα ύφασμα. Οταν επέστρεψες με είχε πάρει ο ύπνος. Ηταν ήδη αργά. Αργά, για όλα.


Που λες φορούσα δυο παλτά, το ένα καλά, τ' άλλο ριχτά, τα δυο συγχρόνως.

Και περπατούσα στο βοριά

μονάχος, δίχως σιγουριά
γιατί έχει τίμημα βαρύ του πόθου ο χρόνος
τα δυο συγχρόνως.

(Λίνα Νικολακοπούλου)