Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Μπαρμπισί τ' αρνί.. ρεεεεεεέ!


Το «Μπαρμπισί τ’ αρνί», για την οικογένειά μου και για τους φίλους είναι ότι είναι το «Χριστός Ανέστη» για τους Χριστιανούς όλης της γης! Έχει σημαδέψει το Πάσχα, όλων, όσοι έτυχε να βρίσκονται γύρω απ’ τη συγκεκριμένη σούβλα, εκείνο το Πάσχα του’76, στο Πόρτο Ράφτη…

Μετά το «Χριστός Ανέστη, Αληθώς ο Κύριος», παίζει το σουξέ «Μπαρμπισί τ’ αρνί», «Θυμάσαι, βρε, τι είχε πει η μικρή τότε? χαχααχα» !!!

Κι έτσι κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, η ιστορική πλέον φράση, αποτελεί το «check up» για το αλτσχαϊμερ των γονιών μας … κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, ίσως και την ίδια ώρα, με τα ίδια λόγια θυμούνται και περιγράφουν τη σκηνή..

Παρακολουθούσα απ’ το πρωί τον κ. Κώστα να γυρνάει με προσήλωση τη σούβλα και να φωνάζει κάθε τόσο στη γυναίκα του :

- «Ρεεένα, φέρε κι άλλο λάδι να τ’ αλείψω, γρήγορα, στέγνωσε τ’ αρνί»,

η Ρένα όμως διάβαζε ξαπλωμένη στο πεζούλι το «Αντί» και τον είχε συνδέσει «με κέντρο»…

και το καημένο το ζωντανό (που ήταν μακαρίτης πια) αλλά στα μάτια μου ήταν ακόμη ζωντανό, αφού ήμουν σίγουρη ότι με κοιτούσε και μου φώναζε μυστικά «τράβα μου το σχοινάκι, καλό μου κοριτσάκι, να δραπετεύσω», άσε δε, που φανταζόμουν την οικογένεια «Αρνί» να περνάει μαύρες γιορτές, γιατί δεν είχαν πια ούτε το άσπρο, ούτε το παχύ αλλά ούτε και το καμάρι τους…

Έτσι λοιπόν, ανήμερα του Πάσχα του ’76, πέρασα μαζί με τ’ άλλα παιδάκια και τους μεγάλους να τραβάνε την πέτσα του ζωντανού με λύσσα… Τους παρατηρούσα με αηδία, τους την είχα στημένη όμως, περίμενα μια παύση για να με ακούσουν ΟΛΟΙ!

Μόλις μπουκώθηκαν και ‘βγάλαν επιτέλους το σκασμό, ενώ στεκόμουν όσο πιο μακριά γινόταν απ’ τη σούβλα, έδειξα με το δάχτυλο το «βωμό» και τους φώναξα με αγανάκτηση :

«Μπαρμπισί τ’ αρνιιιιιί»!

Σε όλους φάνηκε χαριτωμένο, αλλά δεν ήταν και σίγουροι τι κατάλαβαν. Αμέσως εκλήθη ο «ειδικός μεταφραστής», η μάνα μου – η οποία επίσης σαβούρωνε το ζωντανό - για να βγάλει το πόρισμα, «τι ήθελε να πει το παιδί», γιατί μου έλειπαν και δυο δόντια κι έτσι η προφορά μου είχε κάτι από Ισπανιδάκι…

Το παιδί ήθελε να πει :

«Μας μισεί τ’ αρνί, ΡΕΕΕΕΕΕΕΕ»!

Δεν έχω φάει ποτέ αρνί ή άλλο συναφές είδος, ούτε καν απ’ τις πατάτες που ψήνονται μαζί, στο ίδιο ταψί… η μυρωδιά αυτή μου δένει το στομάχι κόμπο…

Η πρόστυχη η μοίρα μου όμως, μου επεφύλαξε, 15 χρόνια μετά, μια τραγική «έκπληξη»…

Την πρώτη Κυριακή που είχα γνωρίσει τον «Χ», η μανούλα του, ήθελε να με «περιποιηθεί», όπως και το κατάφερε, με μεγάλη επιτυχία και για τα επόμενα χρόνια της ζωής μου…

Με κάλεσε λοιπόν για φαγητό, μεσημέρι στο σπίτι… κι εγώ βεβαίως, μικρή κι άπειρη, στον κόσμο του Marlboro κανονικά, ανταποκρίθηκα με χαρά… Καθίσαμε στο τραπέζι. Σαλάτες, τυριά, ανακρίσεις, ερωτήσεις, Χ-Ray που σκάναραν απ’ τα παπούτσια μου μέχρι και το σφράγισμα στο δεξί τραπεζίτη, που πρέπει να το παραδεχτώ, ήθελε άλλαγμα. Είχε δίκιο…

Κάποια στιγμή λέει στον Χ. «πήγαινε Γιέ μου να φέρεις το ταψί»! Σηκώνεται ο Χ., φέρνει το ταψί και για να με «περιποιηθεί» - και αυτός - το προσγειώνει κάτω απ’ τη μύτη μου...

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΔΥΟ ΜΑΧΑΙΡΙΕΣ! Ένα αρνίσιο κεφάλι με δοντάκια, με τα ίδια μάτια που με κοιτούσαν, όπως τότε, πριν 15 χρόνια, αλλά αυτή τη φορά πιο κοντά μου παρά ποτέ…

«Έβαλα ένα κεφαλάκι στο φούρνο, μια που θα ’ρχόσουν βρε κοριτσάκι μου, του αρέσει πολύ και του παιδιού..!» μου λέει, όλο νάζι… έχοντας βέβαια καταλάβει, ότι έχω πάθει collapsus.

Σχεδίαζε δε ήδη πως θα μου έριχνε και το μοιραίο “direct”, να μου σερβίρει δηλαδή στο πιάτο μου...το μυαλό του ζωντανού … γιατί είχε λέει όλες τις βιταμίνες, μπας και δεν είχα καταλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή, τι άποψη είχε για μένα…..μου την έδωσε και στο πιάτο!

Έκανα λίγο πίσω την καρέκλα μου, για να μη με παίρνει η αρνίλα κατάμουτρα και γύρισα διακριτικά το κεφάλι μου στο πλάι για να πάρω μια ανάσα! BINGO! Αρνίλα μπροστά μου, αρνίλα πίσω μου, αρνίλα ολούθε...γύρω–γύρω αρνίλα και στη μέση εγώ που είχα ποτίσει αρνίλα !

Πώς να τολμήσω να πω ότι «ξέ..εε…εε..εε..ρετε δεε..εε..εν…. γιατί έχω θέμα, από παιδί, με τα ζωντανά???»

Πως θ’ ακουγόταν αυτό, στ’ αφτιά της μανούλας?

CASUS BELLI

«τον γιο μου ξέρει να τον ξεκοκαλίζει, τώρα σνομπάρει και τ’ αρνί μου? και είναι και παιδί χωρισμένων γονιών!» πάντα την ενοχλούσε αυτό, κι αυτό ήταν κάτι σαν την Coka-Cόla-γε παντού…

Ήταν φανερό. Μ’ αυτή τη γυναίκα δεν θα τα πηγαίναμε ποτέ καλά. Δεν θα μ’ αγαπούσε και δεν θα την δεχόμουν (αν και κάποιες φορές νόμιζα ότι την αγαπώ). Έτσι κι έγινε… Εκτός απ’ το γιο της και τα 40 χρόνια που μας χώριζαν, τώρα πια μας χώριζε κι ένα αρνί…

Αγαπημένη μου,

τώρα πια μπορώ να στο πω:

«Μπαρμπισί τ’ αρνί, Ρεεεεεεε!»

και ΣΕΝΑ και ΜΕΝΑ….

Που χαλάγαμε τις καρδιές μας τόσον καιρό για το τίποτα

(δηλαδή το γιό σου,όπως εσύ έλεγες )

ΥΓ. «όχι, που θα στη χάριζα!»

Αφιερωμένο στις :
Μ.Ν., Ν.Ν.,
D.M
, Κ.Γ., Π.Μ., Ζ.Π., Λ.Τ., Α.Λ., Ε.Π., Κ.Κ., Ι.Σ.
και στους
Γ.Κ., Γ.Ζ., Γ.Α.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008


Ο ΝΙΝΟ είναι ΦΛΩΡΟΣ…! Μαγκιά του…

Η φίλη μου, η Ζ.Π. ισχυρίζεται ότι ο Νίνο είναι Φλώρος! Μου το ‘πε μια μέρα, πάνω στον καφέ και προβληματίστηκα… βαθύτατα….

Πως μπόρεσα, να κάνω εγώ, η «σκυλο-μάνα» το αγόρι μου Φλώρο? Τι ήταν αυτό που έβλεπε στη συμπεριφορά του (που δεν τo έβλεπα εγώ) και μου τον «καταδίκασε» σε «Φλώρο»?

Είναι ένας κούκλος, με κόκκινη μπαντάνα στο λουρί, τρυφερός, πανέξυπνος με πολύ καλή επικοινωνία με τους ανθρώπους, αλλά και μ’ όλα τ’ άλλα ζώα, αν εξαιρέσει κανείς τις μύγες, που τον κάνουν έξαλλο και είναι και ερωτευμένος σταθερά, από πέρυσι, με την αλήτρα την «κόρη» του γείτονά μου…

Μ’ ένα εκφραστικότατο βλέμμα, που όλο θέλει αγκαλιά και χάδια… που μ’ ακολουθεί παντού και υποφέρει όταν είναι μακριά μου και που φοβάται τα πατζούρια και την ηλεκτρική σκούπα…

Με αυτή τη συμπεριφορά… μ’ έριξε, δια παντός… Έχω συνεχώς ένα μαλλιαρό, πλάσμα 32 κιλών, αγκαλιά κι όταν είμαι μακριά του υποφέρω, όπως κι αυτός…

Κάνοντας την αναγωγή, αφού κι η κοπέλα που με βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, μου είπε μια μέρα, έχοντας αγκαλιά το σκύλο μου - πόσο θα ‘θελε να βρει έναν τέτοιον άντρα, τρυφερό κι αγαπησιάρη, άρχισε το θέμα να με απασχολεί εντονότερα : σ’ έναν άντρα, τι σημαίνει, να είναι «Φλώρος», τι σημαίνει για τον ίδιο αλλά και για τους άλλους… γυναίκες και άντρες…

Παλιότερα ο «Φλώρος» είχε άλλη σημασία.. Ο καλοβαλμένος των Β.Π., με Bachelor απ’ το London School of Economics, ντυμένος με Burberry μέχρι το βρακί, με διακοπές στη Μύκονο και GMT της Rolex στο γυμνασμένο, απ’ το τένις, χέρι του…

Σήμερα, ο άντρας που είναι τρυφερός και το δείχνει, θέλει αγκαλιά και τη ζητάει, υποφέρει όταν είναι μακριά απ’ το αντικείμενο του πόθου του και το δηλώνει… που δεν φοβάται βέβαια τα πατζούρια και την ηλεκτρική σκούπα, αλλά την εγκατάλειψη και την απόρριψη… όπως όλοι μας, χαρακτηρίζεται μ’ ευκολία, κυρίως απ’ τους κολλητούς του, ως «Φλώρος»…

Κι ενώ τα κοριτσάκια από μικρά μαδάνε real μαργαρίτες και χαίρονται, τ’ αγοράκια κοροϊδεύουν τη μελούρα αυτή, κάνουν όμως, ακριβώς το ίδιο πράγμα μεγαλώνοντας, αλλά, εγκεφαλικά…

Ένας άντρας που νιώθει και θέλει, αρχίζει να περνάει απ’ τη μηχανή του κιμά - μυαλό, δυο, τρεις και εκατόν-τρεις, αυτά που νιώθει, αφήνοντας έτσι το καλύτερο, το πιο ουσιαστικό, κομμάτι της ψυχής του, κολλημένο στο διχτάκι της κιμαδομηχανής, να μισό-κρέμεται…

«να της το πω - να μην της το πω, να το κάνω - να μην το κάνω κι αν το κάνω, τι θα γίνει… κι αν γίνει πως θα το ξε-κάνω, κι αν το ξε-κάνω…?»

λες και τους είπε κανένας ότι, όλες οι γυναίκες ψάχνουν έναν δίμετρο, σαν τον Μichael Ballack, εμπλουτισμένο όμως με τέτοιο ταλέντο στα καψουρό-λογα σαν αυτά που επί 7 albums τώρα μουρμουρίζει ο Πλούταρχος… κι ότι ο,τιδήποτε άλλο από ‘κει κάτω, απορρίπτεται ως… ελαττωματικό…

Εν ολίγοις, το πρόβλημα όλο είναι, ένα και το αυτό… «το γνωστό ζυμαρικό» - έξω από ‘δω..!

Το «γνωστό ζυμαρικό» για όλους είναι το «φρένο» κι όλοι το φοβούνται … κι εσείς…κι εμείς… σερβίρεται εξάλλου και από.. κόκορα αλλά και από.. κότα… κι αφήνει σε όλους μας, την ίδια πίκρα…

Το «γνωστό ζυμαρικό» όμως, σύμφωνα με δοκιμασμένη συνταγή, παρουσιάζει τα παρακάτω πλεονεκτήματα : ταιριάζει άψογα, μ’ ένα-δυό μπουκάλια κόκκινο κρασί - μονορούφι κατά προτίμηση, άπειρα πακέτα τσιγάρα που καπνίζεις χωρίς ενοχές, γαρνίρεται ωραιότατα από «φρεσκότατα» καψουρο-τράγουδα, που επίσης ακούς χωρίς ενοχές ενώ γίνεσαι απ’ τον καναπέ σου ο μεγαλομέτοχος της SOFTEX. ‘Ασε δε που φτιάχνεις και κορμάρα και ξανα-συστήνεσαι ακόμα και στην μάνα σου...

Με τα «αν», «μήπως», «ξε, με, σε, κ.λπ.», καταλήξαμε να περνάμε τις νύχτες μας, αγκαλιά με το laptop, απ’ το W.C. της δουλειάς μας μέχρι τα όνειρά μας…

ν’ ανταλλάσουμε virtual kinky string-άκια και φιλιά, να «μεθάμε» με virtual ποτά απ’ τα applications του facebook, να μιλάμε σα στρουμφάκια που έχουν πάθει μαλάκυνση… wink-wink, zoosk …. και τα ‘παμε όλα…

Ωραίοι είν’ οι χαβαλέδες με τα sexy gifts και τα naughty notes, αλλά αν δεν μπορείς να τα πείς και να τα κάνεις Live είναι σαν να ‘χεις παρκαρισμένη, έξω απ’ το σπίτι, τη Rolls Royce και τα κλειδιά χαμένα, κι αντί να «ενώσεις τα καλώδια της μίζας», να την «καβαλήσεις» και να χαθείς στο «άγνωστο αγκαλιά με την ελπίδα», κάθεσαι, τη ζαχαρώνεις από μακριά και κάνεις «poke» κάθε τόσο στο «ΕΓΩ» σου, για να σιγουρευτείς ότι είσαι ακόμα «κύριος» κι όχι «φλώρος», πλην όμως : αφόρητα μόνος!

Φιλοκαλούμεν.. μεν, μετ’ ευτελείας, φιλοσοφούμεν.. δε, μετά…. μεγάλης μαλακίας…. λέω εγω… sorry Thukydides… ήταν αναγκαίο…!


ΥΓ1. Αν δεν είσαι «real ΦΛΩΡΟΣ», σε παρακαλώ, μη μου δώσεις το τηλέφωνό σου, γιατί δεν θα σε πάρω…

ΥΓ2. Εδώ και λίγο καιρό, ο σκύλος, ακούει και στην προσφώνηση «ΦΛΩΡΑΚΙ ΜΟΥ» και με κάνει πολύ περήφανη…





Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

Δύο μαϊμούδες με τούλια κι ο Σμήναρχος Π.

Ο μπαμπάς, Αεροπόρος κι εμένα η μισή μου ζωή πέρασε, να χαζεύω τα μπλε φωτάκια των διαδρόμων, απ’ τον Πύργο Ελέγχου, αφού δεν είχε που να μ’ αφήσει, όταν πετούσε νυχτερινές κάθε Τρίτη…

Καθόμουν, ευλαβικά δίπλα στον κυριούλη και μπροστά μου, τα άπειρα κουμπάκια και λαμπάκια που αναβόσβηναν διαρκώς, η απόλυτη πρόκληση για ένα παιδί, ήθελα να τα πατήσω ΟΛΑ – ΟΛΑ – ΟΛΑ… «να το πατήσω ?» ρωτούσα όμως αφού το δαχτυλάκι είχε ήδη ακουμπήσει το κουμπί… κι έβλεπα στην στρουμπουλή φάτσα του, την απόγνωση…. το baby sitting μάλλον δεν ήταν το φόρτε του...

(πολύ αργότερα έμαθα ότι αυτόν δεν τον λένε «κυριούλη» αλλά «ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας»), κρατούσε κι ένα περίεργο πράγμα με ένα μακρύ, χοντρό, κατσαρό καλώδιο και όλο μίλαγε, μίλαγε, μίλαγε με κάποιους «εξωγήινους», στη γλώσσα τους.. (λίγο αργότερα με γράψανε φροντιστήριο και τη μιλούσα κι εγώ)…

Κοιτούσα τον ουρανό και περίμενα, να δώσει ο κυριούλης το “OK για να χαιρετήσω τον μπαμπά μου, που πέρναγε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε μεγάλο ύψος από πάνω μας, εγώ όμως ήμουν σίγουρη - με διαβεβαίωνε κι ο κυριούλης για να με ξεφορτώνεται - ότι μ’ έβλεπε κι ότι για μένα πέρναγε κάθε τόσο από ‘κει για να δει αν καθόμουν ήσυχα...

χάζευα τα φωτάκια των μαχητικών αεροσκαφών και τα μέτραγα γιατί νόμιζα τότε, ότι όλα ήταν δικά μου, αφού ο Διοικητής της μονάδας ήταν "ο δικός μου άνθρωπος" άρα? ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ….

Έτσι περνούσαν τα χρόνια, χαζεύοντας φωτάκια, κάνοντας ανελέητο ποδήλατο στον οικισμό των αξιωματικών, με Άγιο Βασίλη τα Χριστούγεννα που έφερνε τα δώρα (πολύ μετά έμαθα ότι ήταν μούφα κι εκτός απ' αυτό και λέρα, αφού την απατεωνιά την έκανε πάντα ο σμηνίτης, αυτός με τις περισσότερες μέρες φυλάκισης)…

με 3 ή 4 εισαγωγές στο Ναυτικό Νοσοκομείο Χανίων – Χρυσό Ψαλίδι, είχα γίνει το καλύτερο πελατάκι τους, γιατί μ’ εκείνο το ποδήλατο μόνο με Α-7 corsair δεν είχα τρακάρει…

μ’ ένα γύψο που μου στόλισαν επί δύο μήνες στο χέρι που έκανα κομμάτια, πέφτοντας, από που αλλού, από το ποδήλατο...

με τους συναδέλφους του μπαμπά μου να γράφουν πάνω στο γύψο μου! Όποιος ήθελε να γλύψει τον Διοικητή, έγραφε πάνω στο γύψο της κόρης του…

Ένας είχε γράψει, (ακόμα δεν έχω καταφέρει να γελάσω), «ευτυχώς που δεν έπεσε το Skylab στο κεφάλι μου»...

Δεν μ’ έφτανε ο πόνος μου, που κυκλοφορούσα με τη σακούλα του μπακάλη τυλιγμένη στο γύψο, για να μη χάσω τα μπάνια, μ’ έβλεπε κι ο οδηγός του μπαμπά σ’ αυτό το χάλι, τον οποίον είχα ερωτευτεί τρελά, είχα και το ανόητο χιουμοράκι του Αντι-Σμηνάρχου κ. Κρυόκωλου, γραμμένο πάνω στη συμφορά μου…

με το κλουβί με τη μαϊμού, στο Rithimna beach, που μου βούτηξε γεμάτη τσαντίλα, τα κλειδιά, αφού το χέρι μου είχε χωθεί μέχρι τη μύτη της και της κούναγε ένα μάτσο κλειδιά μπροστά της… αυτά τα κλειδιά ήταν όλο μας το «είναι»... αυτοκίνητο, σπίτι, γραφείο, χρηματοκιβώτιο… Ο Υπασπιστής, μας έσωσε, που έφερε άλλο αυτοκίνητο και μας γύρισε πίσω, ενώ τα κλειδιά τα έστειλε ο Δ/ντης του ξενοδοχείου την άλλη μέρα στα Χανιά…

με τις συμφωνίες που κάναμε οι δυο μας, ότι αν φάω λαδερά φασολάκια, θα με βάλει να κάνω αφρόλουτρο κι αυτός θα κάθεται δίπλα μου και θα ρίχνει στη μπανιέρα, όλα εκείνα τα πολύχρωμα bubble baths που είχε φέρει απ’ την Ιταλία, με τα οποία πάθαινα αμόκ… τα φασολάκια βρέθηκαν στον υπόνομο μαζί με τις μπουρμπουλήθρες, όταν άδειαζα τη μπανιέρα, αφού όμως είχα απολαύσει ένα συγκλονιστικό αφρόλουτρο… (μόλις πέρυσι του αποκάλυψα ότι, δεν τα έφαγα ποτέ κι ότι από τότε γνώριζα ότι οι συμφωνίες κι οι όρκοι είναι για να παραβιάζονται)…

Όταν μεγάλωσα, η σχέση μου με τα φωτάκια πήρε απρόσμενες διαστάσεις, για πολλούς παραμυθένιες… τα φωτάκια των διαδρόμων και των μαχητικών, έγιναν προβολείς… Απ’ αυτούς όμως που καμουφλάρουν τους ανθρώπους και τους μετατοπίζουν το κέντρο βάρους της ζωής τους. Απ’ αυτούς που σε κάνουν να νομίζεις ότι τα κατάφερες όλα, καλά και για πάντα….

Απ’ αυτούς που αν τους κοιτάς για ώρες…μήνες….χρόνια, αρχίζεις να πάσχεις από vertigo της άνω συναισθηματικής και διανοητικής χώρας….

Ακόμα χαζεύω τα φωτάκια στον ουρανό κι όταν με πιάνουν οι «κλειστές» μου, παίρνω τ’ αυτοκίνητό μου και πάω στο Ελ. Βελ…. και κοιτάω … φωτάκια … στέκομαι και προσπαθώ να "ευθυγραμμίσω" τις σκέψεις μου, με την ίδια ακρίβεια που είναι κι αυτά τοποθετημένα πάνω στο διάδρομο…

Νύχτες, έχω περάσει, χαζεύοντας φωτάκια... φωτάκια κι αεροπλάνα - καμιά φορά τα χαιρετάω κιόλας, όπως τότε - και κάνω την ευχή, όποιοι κι αν είναι μέσα, όπου κι αν πάνε, να είναι καλά, κι ας ξέρω ότι μέσα μπορεί να είναι και κάποιοι που μου στοίχησαν, ακριβά…

αεροπλάνα κι αστέρια… στο σκοτάδι… εκεί, που όλα φαίνονται αλλιώς … εκεί που οι πράξεις των ανθρώπων, έχουν την κανονική τους διάσταση κι όχι την παραμορφωμένη που αποκτούν μέσα από τις αναλύσεις με φίλους και συνεδρίες με ψυχολόγους...

εκεί που συγχωρεις τον χειρότερο και κατανοείς τον αδύναμο….

Αφού βεβαιωθώ ότι ο Πύργος Ελέγχου του εγκεφάλου μου λειτουργεί ακόμα κι ότι το σχέδιο πτήσης μου, κάπου καλά θα με βγάλει, επιστρέφω σπίτι μου….

Κι άμα μου τη δώσει και πολύ, δεν γυρίζω καν. Παίρνω το πρώτο αεροπλάνο κι εξαφανίζομαι….

Υ.Γ.1 το «όταν βλέπω αεροπλάνο μου ‘ρχεται να σου την κάνω» μην το πάρεις προσωπικά! Είναι «βλάβη» του δικού μου κατασκευαστή!

Υ.Γ.2 κι αν στο δρόμο σας, δείτε ένα μπαλκόνι με πολλά φωτάκια ... τώρα ξέρετε ποιανού είναι…

Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

Mr. Αrmstrong ? Συνάδελφος M. εδω, ετών 7! WILCO!!! (will comply)


«Αφού τρως το σπανάκι, τρως και το ρύζι, γιατί διάολε, δεν τρως το σπανακόρυζο»?

30 χρόνια μετά κι ακόμα θυμάμαι τη σκηνή.. 7 χρονών περίπου στην κουζίνα του παλιού σπιτιού της Κυψέλης.. καθισμένη στην καρέκλα, με ποδαράκια που δεν έφταναν καλά – καλά κάτω, αδύνατη, σαν το κλαρί και τη μάνα μου απελπισμένη να προσπαθεί να μου χώσει στο στόμα μια κουταλιά της σούπας σπανακόρυζο…

«μάσα το, παιδί μου, μάσα το να τελειώνουμε»!

Η φράση - πρόκληση, ήταν «Δεν θα σηκωθείς από ‘κει αν δεν το καταπιείς»!

Δεν θα σηκωθώ??? ΟΚ! Αλλά δεν θα καταπιώ κιόλας, σκέφτηκα!

Κοιτούσα το ταβάνι, με φουσκωμένο μαγουλάκι απ’ το σπανακόρυζο, για 4 ώρες περίπου, αποφασισμένη ότι, εγώ αυτό το πράγμα ΔΕΝ ΤΟ ΤΡΩΩ, ΤΕΛΟΣ!

Εκείνη, δεν κούναγε απ’ την καρέκλα, εγώ κοιτούσα αδιάφορα γύρω-γύρω κουνούσα τα ποδαράκια δήθεν. Έκανα την πρώτη μου επανάσταση και δεν διαπραγματευόμουν τη νίκη μου, απλά περίμενα υπομονετικά ν' ακούσω να μου το λέει κιόλας…

Κάθε τόσο εμφανιζόταν η αδελφή μου κι έλεγε την ατάκα, που λέει ακόμα και σήμερα, «αμάν πια με το κωλόπαιδό σου» ! Όσο η μάνα μου «έβαζε στη θέση της» τη μεγάλη, έβρισκα την ευκαιρία να φέρω το σπανακόρυζο απ’ την άλλη μεριά, με προσοχή όμως μη και κατέβει ένας κόκκος ρυζιού παρακάτω και ηττηθώ κατά κράτος….

Κατά τη διάρκεια αυτής της υπέροχης οικογενειακής σκηνής ακούστηκαν και τα γνωστά, που είχε η μάνα μου στο ρεπερτόριό της, εκτός απ’ τα τραγούδια της Νάνας που τραγούδαγε κάθε Σάββατο μεσημέρι με τη χορωδία της Κεφαλληνιακής Αδελφότητος!

«Κοίτα πείσμα! Θεέ μου, σε ποιον έμοιασες βρε? Σ’ αυτόν? Βέβαια σ’ αυτόν, ίδια είσαι, έτσι πεισματάρης κι αγύριστο κεφάλι»!

Οπου «αυτός», αντικαθιστούμε με τη λέξη «πατέρας» που, αν και απών, έφταιγε για όλα.. ΟΛΑ… Για την κόκκινη σκόνη που κατέφθασε απ’ την Αφρική και μας έκανε τις βεράντες σύσκατες, για το σπανακόρυζο που δεν έτρωγα εγώ, για το καναρίνι που ψόφησε, το γκολ που έφαγε ο ΠΑΟ στο 90΄, για τη διατροφή που ποτέ δεν έφτανε, γι' αυτά που έγιναν αλλά και γι' αυτά που θα γίνονταν, μέχρι να κλείσει κι ο τελευταίος τα μάτια του απ' αυτήν την οικογένεια, για όλα…ΟΛΑ… και για τα όνειρά της που έμειναν μισά…

Κατά τις 7 το απόγευμα η «γραμμή Μαζινό» κατέρρευσε…

«Φτύσ’το, γαμώ το κέρατό μου, θα σαπίσει στο στόμα σου». Σηκώθηκα και με βήματα αργά, γεμάτη αυτοπεποίθηση, πήγα στο νεροχύτη και έφτυσα το σπανακόρυζο…

Χωρίς να πω λέξη, μεταβολή και στο δωμάτιό μου, έβγαλα απ’ τη σάκα μου τα βιβλία του σχολείου, έβαλα δυό - τρία ρούχα, ένα βιβλίο που μίλαγε για τ’ αστέρια και είχε στο εξώφυλλο, τον πρώτο αστροναύτη (αφού είχα επίσης αποφασίσει ότι εγώ κι αυτός μια μέρα, θα είμαστε συνάδελφοι) …. κι ένα στρατιωτάκι που μου ‘χε χαρίσει ο κολητός μου ο Γιαννάκης και μ’ είχε απειλήσει ότι αν το χάσω, η φιλία μας θα χάλαγε και θα έκανε φίλη την Εφη, την κόρη του γαλατά…

Περνώντας απ΄ την πόρτα της κουζίνας, τους ανακοίνωσα ότι φεύγω απ’ το σπίτι … γιατί «εγώ δεν ανέχομαι να μου φέρονται έτσι»!

Η αδελφή μου άλλο που δεν ήθελε, η μάνα μου γέλασε ειρωνικά «κάτσε κάτω παιδάκι μου, που πας 7 χρονών?»

«Είπα : Eγώ Φεύγω, Γειά σας».. με τη σάκα περασμένη στην πλάτη, άνοιξα την πόρτα και πριν προλάβουν ν’ αντιδράσουν βγήκα στο δρόμο…

Απέναντι ακριβώς, έμενε η γιαγιά μου, το καταφύγιο μου… Η πρώτη στάση, του μακρινού ταξιδιού μου, ήταν η γιαγιά… Χτυπάω το κουδούνι… «Έλα πουλάκι μου», πάντα ήμουν "το πουλάκι" της, ακόμα και τώρα νομίζω ότι την ακούω μερικές φορές, συνήθως τα βράδια, «Εγώ έφυγα απ’ το σπίτι γιατί δεν ανέχομαι να μου φέρονται έτσι…»! της είπα...

Τι θα πει «ανέχομαι» δεν ήξερα καλά-καλά… Η γιαγιά μου όμως πάντα μ’ έπαιρνε στα σοβαρά… κι αυτό μ’ έκανε να νιώθω δυνατή, έτοιμη να κατακτήσω τον κόσμο όλο, ακόμα και τ’ αστέρι που πατούσε ο συνάδελφος στο εξώφυλλο του βιβλίου μου….

σ’ αυτά τα 30 χρόνια πολλές φορές πήρα τη σάκα με τα υπάρχοντά μου στην πλάτη και έφυγα.. έφυγα από «σπίτι & γονείς», από «σχέσεις», από «φίλους», από «δουλειές», απ’ τον «Χ»… κάποιες φορές ξαναγύρισα, άλλες όχι… έμαθα και τι σημαίνει «ανέχομαι»…

έμαθα, ότι οι γενναίες αποφάσεις πονάνε, αλλά είναι κάτι σαν το «κλειδί του Παραδείσου» κι αν δεν μπορείς να κοιτάς τη ζωή κατάματα και να της «αντιμιλάς», τότε κατάπιε το σπανάκι με το ρύζι σου και πες κι «ευχαριστώ»…

Από τότε κυκλοφορώ μόνο με σακίδια στην πλάτη, αντί για τσάντα…

Σάββατο 5 Ιουλίου 2008

ΚΟΥΦΑΛΑ - ΠΛΑΝΕΥΤΡΑ - ΠΑΡΑΜΥΘΑ...


Με τη φίλη μου την Άννα, είμαστε από παιδιά μαζί. Χαθήκαμε λίγο πριν το γυμνάσιο, όταν εκείνη μετακόμισε και ξαναβρεθήκαμε μετά από 20 χρόνια κι από νοικοκυρούλες χαρωπές με σύζυγο, σπίτι και δουλειά βρεθήκαμε ζωντοχήρες (τι μπανάλ λέξη) χωρίς σπίτι και χωρίς δουλειά…

Έτσι λοιπόν έχουμε περάσει νύχτες και μέρες, συζητώντας, συμπεριφορές ανδρών που έπεφταν στο δρόμο μας…

Με μια αθώα προσέγγιση και χωρίς ποτέ να ξεχνάμε τους καλούς μας τρόπους, αφού στο DNA μας γράφει, ότι πρώτα θα αφήσουμε την τελευταία μας πνοή και μετά τους καλούς μας τρόπους, ανακαλύπταμε στα 34, όλα αυτά που οι άλλες της ηλικίας μας (που είχαν πιο αλανιάρες μανούλες κι όχι απ’ τα κολέγια της Ελβετίας) τα διδάχτηκαν απ’ την κούνια και που όταν πέταξαν την πιπίλα, το καλοσχηματισμένο στοματάκι τους βρήκε χωρίς αναστολές, την άλλη απασχόληση…

Κόρες καλών οικογενειών με γαλλικά, πιάνο, με φοβερά ταλέντα σε μαγειρική, ραπτική, διακόσμηση εσωτερικών & εξωτερικών χώρων, κηπουρική, οικονομικά, με αστείρευτες ικανότητες ψυχανάλυσης και στήριξης των συζύγων μας που έπρεπε να κάνουν καριέρα - ο κόσμος να χαλάσει - και να λύσουμε και το οιδιπόδειο, με άποψη για την πολιτική, με ευαισθησίες και αισθητική, γενικά άψογες - οριζοντίως και καθέτως - σε όλα τα νοικοκυρο-τιποτένια που τελικά τα βάλαμε στον ωραιότατο, πλην όμως παχουλό, απ’ την κατάθλιψη και τη μοναξιά, κώλο μας….

Όταν αρχίσαμε να φλερτάρουμε, απαλαγμένες από τα περιτά κιλά, τα ντεμοντέ εσώρουχα, τις ενοχές, τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τις “thank you- cards” του ζεύγους Παπάρογλου, με το διαζευκτήριο στο χέρι, τα πράγματα άρχισαν να ζορίζουν…

Ο μαλακο-μαγνήτης που ήταν τοποθετημένος δίπλα απο 'κει που μας είχε φυτρώσει το κέρατο, λειτουργούσε αδιάκοπα και μάλιστα με πανευρωπαϊκή εμβέλεια… (επ’ αυτού θα αναφερθώ σε άλλο επεισόδιο)…

Λες κι οι πρώην πεθερές μας, είχαν κάνει κόμα κι αντί να παίζουν μπιρίμπα με το περλέ νυχάκι τους - ικανοποιημένες που επιτέλους ξεφορτώθηκαν τις κάργιες που τους κατέστρεψαν όχι μόνο τους γιούς αλλά και όλη την οικογένεια - έπαιζαν με κάτι ζουμπουρλούδικα κουκλάκια από κερί, μελαχρινά στα οποία αρέσκονταν να τοποθετούν καρφίτσες στα επίμαχα σημεία! Εγώ δηλαδή ήμουν σίγουρη, η Αννα είχε μια αμφιβολία…

Πρωί Κυριακής, γύρω στις 7.30 κι αφού έχω ξενυχτίσει στον καναπέ, βλέποντας Χαρδαβελα για να μάθω επιτέλους αν είμαι indigo - μπας κι ήταν αυτή η αιτία που κανένας άντρας δεν με νoιώθει - ακούω μεσ’ τον ύπνο μου, τον Ύμνο των Μαύρων Σκύλων του Κηλαηδόνη (είναι το ringtone, για να ξέρω πότε με καλεί η Άννα), ταράζομαι γιατί νόμιζα ότι κάποιος πέθανε…

Ακούω μια γυναίκα στα όρια της νευρικής κρίσης, να μου διηγείται την περιπέτειά της, μ΄ έναν τύπο που είχε γνωρίσει, καλό παιδί, με σπουδές, ωραίο, ευγενικό, όλες τις χάρες, πλην μιας. Της βασικής!

Εκείνο το πρωί κατάλαβα πόσο πουτάνα είναι η ζωή κι εκεί που τρως τα χτυπήματα, σου δίνει άλλο ένα και σ’ αποτελειώνει. Για ‘κείνη είχε φυλάξει το τελειωτικό και της το έδωσε εκείνο το βράδυ…. Το πρώτο βράδυ του «φτου ξελεφτερία» της…

Ο πολλά υποσχόμενος ήταν «απ’ έξω εμφάνιση κι από μέσα εξαφάνιση»… Έψαχνε, έψαχνε πουθενά… άρχισε ν’ ανακαλεί όλα τα ξεχασμένα κόλπα που είχε πάρει το μάτι της ως παντρεμένη, κατά τύχη πάνω στο zapping (γιατί είπαμε τα καλά κορίτσια δεν κάνουν τέτοια πράγματα), μπας και δει χαρά!

Αγωνίστηκε ένα βράδυ ολόκληρο να σώσει την αξιοπρέπεια της και να μην πληρώσει κι αυτός ο καημένος τα σπασμένα και για τους προηγούμενους… γιατί αυτά τελικά είναι που πάνε αθροιστικά, αλλά μάταια… Γύρω στις 5.00 το πρωί που οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν και οι καλοί της τρόποι πήγαν να δουν αν έρχεται, εγκατέλειψε κι αυτή τον τυπάκο στην τύχη του…

Ακούγοντας τη διήγησή της, την οποία ομολογώ ότι δεν άκουσα ολόκληρη γιατί κάθε τόσο το κινητό μου έπεφτε απ’ τα γέλια, ευχόμουν από μέσα μου το γνωστό «απαπαπαπα, μακριά από μένα κι ας είν’ και του αδελφού μου»…

Δεν άντεξα όμως, κι έκανα την ερώτηση (την οποία είχα ακούσει να λένε φίλες μεταξύ τους και τη θεωρώ εντελώς φτηνή)….κάτι όμως έπρεπε να ρωτήσω κι εγώ : «Καλά ρε σύ? Δεν παρατήρησες τίποτα όση ώρα ήσασταν στο bar»?

«Πωωωως! Παρατήρησα! κι ήταν όλα φυσιολογικά… φορούσε ένα μπλου-τζιν κι όλα φαίνονταν ΟΚ

Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα, το οποίο ανακοινώνω με μεγάλη περηφάνια :

Το blue jean στους άντρες, είναι …

ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΦΑΛΑΠΛΑΝΕΥΤΡΑ -ΠΑΡΑΜΥΘΑ!

στο ράφι με τα γαριδάκια...


ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ζήσω μόνη μου... το συνειδητοποίησα μια μέρα στο super market όταν φτάνοντας στο ταμείο, κοίταξα το καρότσι μου και είδα ότι τα πράγματα που ήταν μέσα ήταν μόνο για έναν.. για μένα.. ούτε περίεργες μπύρες και αλλαντικά που αγαπούσε ο Χ., ούτε τα γαριδάκια που έτρωγε μετά μανίας, αν κι είχε φτάσει αισίως στα 37...

Εκείνη η ματιά που έριξα μέσα στο μισοάδειο καρότσι μου, μoυ 'τριψε στη μούρη με τον πιο οδυνηρό τρόπο την αλήθεια... το πόσο εύκολα τελικά
"χωρίζουν οι ζωές, των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο". Η φίλη μου η Μυρτώ που έγραψε το τραγούδι, μ' έκανε για πολύ καιρό να πιστεύω στο μεγαλύτερο ψέμα...

τον πρώτο καιρό αναζήτησα αρκετές φορές κάποιον για να γίνει το άλλο μισό.. περιεχόμενο της ζωής μου και του καροτσιού μου... χωρίς όμως επιτυχία... οι φίλοι μου έκαναν τη δουλειά τους, δηλαδή αλλεπάλληλα προξενιά, αλλά εμένα το καρότσι μου εξακολουθούσε να είναι μισοάδειο..

και κάθε φορά που έπεφτα στο ράφι με τα γαριδάκια ένιωθα αφόρητη μοναξιά και απέραντη λύπη για την άσχημη κατάληξη που είχε αυτή η ρομαντική ιστορία, όμως η φράση που μου είχε πει ο Χ., "δεν είναι αυτό που νομίζεις, αγάπη μου" λειτουργούσε αμέσως σαν ηλεκτροσόκ...

Τώρα πια, το 'χω ξεπεράσει... κατάργησα το καρότσι που μου προκαλούσε τόσο πόνο και δεν φοβάμαι να περάσω απ' το ράφι με τα γαριδάκια, που μασούλαγε επί χρόνια μόνος του, αμίλητος, μπροστά σε μια TV και μαζί μ' αυτά και τα καλύτερά μου χρόνια...

Τώρα πια, παίρνω καλάθι.... μικρό...

και ποιος ξέρει, μπορεί μπροστά μου, στο express ταμείο ενός super market, να βρεθεί κάποιος που να κρατάει κι αυτός μικρό καλάθι και να ... ξαναγίνουμε καρότσι.... χωρίς γαριδάκια μέσα, αυτή τη φορά... ελπίζω...

Waterproof...Περηφάνια...

Το πιο χρήσιμο αξεσουάρ σ' ένα χωρισμό τελικά είναι η waterproof μάσκαρα.. ούτε οι χαρτούδες, ούτε οι ντετέκτιβ, ούτε τα καψουροτράγουδα. Κλαις, πλαντάζεις, κοπανιέσαι? Κάγκελο η βλεφαρίδα... "εκεί μετράω εγω την περηφάνια" που λέει κι η Λίνα....
Μόλις άκουσα τη φράση "
δεν είναι αυτό που νομίζεις αγάπη μου", ούτε στη μαμά μου τηλεφώνησα, ούτε στη δικηγόρο. Πετάχτηκα μέχρι το Beauty Shop κι ότι υπήρχε σε waterproof το αγόρασα. Ξεκίναγα απ' το πρωί.. Κάθε που μ' έπιανε το παράπονο πλάκωνα και μια στρώση. Μέχρι το βράδυ ήθελα, ήθελα ειδικό διαλυτικό για να τη βγάλω από πάνω μου... Έτσι κι ένα μεσημέρι Κυριακής, που αποφάσισα να φύγω απ' το παλιό σπίτι, που ζούσα με τον Χ. και να ζήσω πια σε καινούριο ως νέα, ωραία και ατυχής. Πήγα να πάρω τα τελευταία πράγματα που είχα αφήσει... έβαλα 2-3 στρώσεις, άνοιξα το cabrio (γιατί η μοναξιά θέλει καλοπέραση) και πήγα να μαζέψω τα υπόλοιπα... Φόρτωσα την απλώστρα, το χαλί κι ένα κουβά για τ' άπλυτα κι έφυγα για τη νέα μου ζωή...

Κι όπως ανέμιζαν μαλλιά, μανταλάκια και
κρόσσια απ' το ακριβό μου αυτοκίνητο, με πιάνει φανάρι στη διασταύρωση και πέφτω πάνω στον πρώην (που ως εκείνη τη στιγμή ήταν ακόμα "νυν") μετά της καλής του...

Με πολύ στυλ, πάτησα γκάζι, με κόκκινο, πέρασα από μπροστά τους κάθετα κι αφού σιγουρεύτηκα ότι με είδαν, σταμάτησα μερικά μέτρα πιο κάτω να κλάψω με την ησυχία μου, αγωνιώντας κάθε τόσο για το αν η
waterproof περηφάνια μου, μ' είχε προδώσει, όπως αυτός..
*τελικά, πρώτα βγαίν' η ψυχή και μετά το χούι...

το χλωμό πρόσωπο


Χώρισα κι εγώ μετά από 14 χρόνια και άρχισα το tour, που κάνει κάθε χωρισμένη που σέβεται τον εαυτό της, σε ό, τι καφετζού, χαρτού, ψυχοερευνήτρια, αριθμολόγο, αστρολόγο, ιουιγκ τριαλαλιλαλο υπήρχε...

Μέχρι τότε δεν τα γούσταρα αυτά, μου προκαλούσαν γέλιο και ειρωνικά σχόλια ενίοτε, εκ του ασφαλούς βέβαια, αφού εγώ "είχα παντρευτεί το καλύτερο παιδί, που με κοιτούσε στα μάτια και με λάτρευε"....!

Η περιπλάνησή μου ξεκίνησε από μια καφετζού στο Χολαργό, γύρω στα 70,
ορκισμένη εναντίον των αρσενικών μ' ένα ασύλληπτο υβρεολόγιο (ευτυχώς είχα πάει μιλημένη και δεν τα 'χασα).. Κυριακή μεσημέρι, σ' ένα σκοτεινό διαμέρισμα, φορτωμένο με χιλιάδες σεμεδάκια, κουκλάκια, κεντήματα και καραμέλες πάνω στο τραπέζι για να γλυκαίνεται η πικραμένη όσο περιμένει ν' ακούσει αν θα στολίσει το δέντρο τα Χριστούγεννα ή το κέρατό της που 'χει φτάσει μέχρι την κεραμοσκεπή...

10 μέρες μετά που είχα χωρίσει κι είχα τόση αγωνία λες και θα μου ανακοίνωναν αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων.. θα ζήσω
μετά τη συμφορά που με βρήκε? όλα κρίνονταν από το που θα πέσει ο γ.........ος ο Ρήγας, πάνω στη Ντάμα Σπαθί (δηλαδή πάνω μου) ή στη Ντάμα Κούπα που ήταν η άλλη...

Με φωνάζει μέσα σ' ένα
κουζινάκι 2Χ2, καθόμαστε αντικριστά κι αρχίζει να βγάζει ένα σωρό τράπουλες με διάφορα ακαταλαβίστικα σχέδια και σύμβολα... μ ' έβαλε να κάνω κι ευχή την ώρα που έκοβα τα φύλλα... η ευχή βέβαια που έκανα είναι αυτονόητη "να ξαναγυρίσει το χλωμό πρόσωπο (όπως τον έλεγε η μάνα μου) στο σπίτι"!

Κάνω ευχή, κόβω σταυρωτά και ο Ρήγας πέφτει πάνω στη
Ντάμα Κούπα, εκεί που έπρεπε δηλαδή, αφού το στεφάνι μου επιδιδόταν σε ασκήσεις εδάφους-εδάφους με τον νέο του έρωτα, κατ' εξακολούθηση...

Ωρέ! Αρχίζει η χαρτού να χώνει στο χλωμό πρόσωπο και στην καλή του κάτι "Χριστολείτουργα " μεγαλειώδη... εγω δεν χρειαζόταν να πω λέξη... τα έλεγε όλα αυτή.... εγώ απλώς απολάμβανα τη σκηνή, μασουλώντας καραμέλες... κάθε τόσο όμως της έριχνα κι ένα φιτίλι του τύπου " και ξέρετε τι έχω κάνει εγώ γι'αυτον τον άντρα κ. Μ. μου???" για να φορτώνει περισσότερο και να ανοίγει το "μελιστάλαχτο" στοματάκι της κι εγώ να ευχαριστιέμαι....

Εφυγα απ' τη χαρτού με τη διαβεβαίωση ότι υπάρχει γκόμενα, ότι θα χωρίσω οριστικά με τη βούλα (μεγάλη πόρτα θα διαβείς και δεν θα' ναι του Απ. Νικολαϊδης, αλλά του Δικαστηρίου) αλλά ότι θα έχω την καλύτερη τύχη αφού θα ξαναπαντρευτώ και θα ζήσω ευτυχισμένα και θα κάνω και 3 παιδιά... και τα 3 αγόρια και θα ΄χω και πολλά λεφτά κι ότι θα πεθάνω γύρω στα 85!

3 χρόνια μετά, ούτε η γκόμενα του πρώην υπάρχει, ούτε η καλύτερη τύχη, ούτε ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, ούτε τα 3 αγόρια, ούτε τα πολλά λεφτά... Υπάρχει μόνο το μπλε χαρτάκι της Αρχιεπισκοπής Αθηνών που ορίζει εμένα και το χλωμό πρόσωπο "...διαζευγμένους και ξένους προς αλλήλους..."!


συνεχίζεται...